κεντίζω

κεντίζω
κέντισα, κεντισμένος
1. παρακινώ: Τον κεντίζει η γυναίκα του ν' ασχοληθεί μ΄ αυτή τη δουλειά.
2. διακοσμώ ύφασμα: Κεντίζει τα σεντόνια.
3. τρυπώ με αιχμηρό όργανο: Κεντίζει το άλογο για να τρέξει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεντίζω — κεντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού κεντώ σχηματισμένος από τον αόρ. εκέντησα (πρβλ. κεντώ, ἐκέντησα κεντίζω) που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • κέντισμα — το [κεντίζω] 1. κέντημα, διαποίκιλση υφάσματος με νήματα και με τη βοήθεια βελόνας 2. κέντρισμα, νύξη με κεντρί ή με οξύ αιχμηρό όργανο …   Dictionary of Greek

  • chindisi — CHINDISÍ vb. v. broda, coase. Trimis de siveco, 04.02.2008. Sursa: Sinonime  chindisí, chindisésc, vb IV (înv.) 1. a broda, a coase la gherghef. 2. a garnisi, a împodobi ceva; a sculpta. Trimis de blaurb, 04.02.2008. Sursa: DAR  chindisí… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”