- κεντίζω
- κέντισα, κεντισμένος1. παρακινώ: Τον κεντίζει η γυναίκα του ν' ασχοληθεί μ΄ αυτή τη δουλειά.2. διακοσμώ ύφασμα: Κεντίζει τα σεντόνια.3. τρυπώ με αιχμηρό όργανο: Κεντίζει το άλογο για να τρέξει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.